σύγγονοι

σύγγονοι
σύγγονος
congenital
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύγγονος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. εκ γενετής, σύμφυτος, φυσικός 2. συγγενής 3. αυτός που έχει δεσμούς εξ αίματος συγγένειας με κάποιον άλλο 4. αυτός που ανήκει σε ένα γένος 5. εγχώριος, ντόπιος 6. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ και ἡ σύγγονος αδελφός, αδελφή 7.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”